Σαντορίνη - Η ιστορία

Tο νησιωτικό σύμπλεγμα της Σαντορίνης αποτελείται από πέντε νησιά, τη Θήρα, τη Θηρασία, το Aσπρονήσι και τα Hφαίστεια (Παλαιά και Nέα Kαμένη) και βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο του συμπλέγματος των Κυκλάδων.
Η Σαντορίνη πρωτοκατοικήθηκε στην ύστερη φάση της νεολιθικής περιόδου το 2000 πΧ ,όπως μαρτυρούν τα αρχαιολογικά ευρήματα και γρήγορα εξελίχθηκε σε σημαντικό εμπορικό κέντρο της εποχής, αποτελώντας σημαντικό προπύργιο του Μινωικού Πολιτισμού, μέχρι την έκρηξη του ηφαιστείου το 1520 πΧ.
Τα παλιρροϊκά κύματα που δημιούργησε η ισχυρότατη έκρηξη έπληξαν με σφοδρότητα τις ακτές της Κρήτης, αφανίζοντας στο πέρασμά τους τον Θηραϊκό και τον Μινωικό πολιτισμό.
Πολλοί δε πιστεύουν οτι αυτή η καταστροφή αποτέλεσε το έναυσμα για τον μύθο της «Χαμένης Ατλαντίδας». Μόρια θηραϊκής τέφρας εντοπίσθηκαν εργαστηριακά στις ακτές της ανατολικής Μεσογείου, στην περιοχή του Δέλτα του Νείλου, αλλά ακόμη και στην ακτές της Βόρειας Ευρώπης γεγονός που αποδεικνύει την σφοδρότητα και την ένταση της έκρηξης που βύθισε μεγάλο μέρος του νησιού. Η μεταφορά της τέφρας προς την ανατολή σημαίνει ότι κατά την έκρηξη έπνεαν άνεμοι δυτικοί και επειδή δυτικοί άνεμοι πνέουν συνήθως αρχές καλοκαιριού, πιθανολογείται ότι στις αρχές καλοκαιριού συνέβη η έκρηξη. Αυτό επιβεβαιώνεται από τα άδεια αποθηκευτικά πιθάρια, που σημαίνει ότι δεν είχαν προλάβει οι γεωργοί να θερίσουν τα σπαρτά τους και να γεμίσουν τις αποθήκες τους με τη νέα σοδειά.
 
Ιστορικά, η μεγαλύτερη έκρηξη του Ηφαιστείου σημειώθηκε το 1625 π.Χ. και είχε παγκόσμια επίδραση, όπως προκύπτει από ιστορικές και γεωλογικές μελέτες και ευρήματα. Εξαιτίας της σφοδρής έκρηξης διαμορφώθηκε η Καλντέρα της Σαντορίνης. Η πλέον πρόσφατη ισχυρή έκρηξη έλαβε χώρα στη το 1925, με την οποία δημιουργήθηκε η Νέα Καμένη. Η τελευταία ηφαιστειακή έκρηξη στο χώρο σημειώθηκε το 1950, χωρίς να επηρεάσει την εικόνα ή την μορφολογία της Σαντορίνης και των γύρω της νησιών.
Μετά απο κάθε έκρηξη μικρή ή μεγάλη του Ηφαιστείου, οι κάτοικοι ξανακατοικούσαν το νησί και ξανάρχιζαν τις φυσιολογικές τους δραστηριότητες. Για τους πρώτους ανθρώπους που πήγαν στο νησί ξέρουμε λίγα από τη μυθολογία. Επρόκειτο για Φοίνικες που κατοίκησαν το νησί το 1300 π.Χ. Στη συνέχεια το νησί πρέπει να έμεινε ακατοίκητο για πολλά χρόνια, καθώς τα επόμενα ίχνη ανήκουν σε Δωριείς, οι οποίοι έφτασαν στη Σαντορίνη τον 9ο πΧ αιώνα, υπό τις διαταγές του Θηβαίου ήρωα Θήρα. Ο Ηρόδοτος αναφέρει οτι το νησί είχε επτά πόλεις. Στα επόμενα χρόνια, η Θήρα αντιτάχθηκε στην Αθηναϊκή Συμμαχία και υποχρεώθηκε σε πρόστιμο πέντε ταλάντων, ενώ πήρε το μέρος της Σπάρτης και απόκτησε ξανά την ανεξαρτησία της με την ειρήνη του Ανταλκίδα. Αργότερα, οι Πτολεμαίοι την χρησιμοποίησαν ως ναυτική βάση.
Τον 3ο αιώνα έγινε έδρα επισκόπου με επίσκοπο τον Διόσκουρο. Την εποχή του Ιουστινιανού η Σαντορίνη υπάγεται στη μητρόπολη της Ρόδου. Το βυζαντινό μνημείο της Σαντορίνης είναι το εκκλησάκι της Παναγίας Επισκοπής Γωνιάς, χτισμένο από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ τον Κομνηνό. Οι Φράγκοι ήρθαν στη Θήρα το 1204. Τότε ξεκίνησε μια περίοδος διαμάχης ανάμεσα στους δούκες της Νάξου και στους δούκες της Σαντορίνης, στο τέλος της οποίας η Σαντορίνη κληροδοτήθηκε ως προίκα απο τον δούκα της Νάξου στην κόρη του. Όταν η Σαντορίνη προσαρτήθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, σε αντίθεση με άλλες περιοχές της Ελλάδας, τα πράγματα ηρέμησαν. Οι κάτοικοι του νησιού ασχολήθηκαν με το εμπόριο και έφτιαξαν δικό τους στόλο. Το 1821 ο στόλος του νησιού βγήκε τρίτος στην Ελλάδα.
Η Θήρα εμφανίζεται για πρώτη φορά με το όνομα Σαντορίνη στο έργο του Άραβα γεωγράφου Edrisi, o οποίος ταξίδεψε στην Ελλάδα
  το 1154. Η Σαντορίνη πήρε αυτό της το όνομα απο Ιταλούς ναυτικούς, σταυροφόρους και προσκυνητές, που ταξιδεύοντας για την Κωνσταντινούπολη και τους Αγίους Τόπους, περνούσαν από τις «στενές θάλασσες του Αιγαίου», και στο νησί εξασφάλιζαν απανεμιές και σκάλες ανεφοδιασμού. Επειδή όμως η Θήρα δεν ήταν πρόσφορη για αραξοβόλι, «έπιαναν» στη Θηρασία, σ’ έναν όρμο μπροστά στο εκκλησάκι της Αγίας Ειρήνης.  Από το λιμανάκι της Αγίας Ειρήνης που η ναυτικοί το έλεγαν Santo Erini -Santorini επισημοποιήθηκε τον 13ο αιώνα η μετονομασία του αρχαϊκού Θήρα σε Σαντορίνη. Μια άλλη άποψη για το όνομα λέει ότι το 304 μΧ εξορίζεται στο νησί η Αγία Ειρήνη της Θεσσαλονίκης και απο τότε ονομάζεται "Νησί της Αγίας Ειρήνης" ή Σάντα Ειρήνη, Σαντορίνη.



Απο την "Στρογγύλη" των αρχαίων στην "Καλλίστη" των νεότερων
Η Σαντορίνη είχε την τύχη και την ατυχία να φιλοξενεί μεγάλους πολιτισμούς. Με πρώτον εκείνον του Ακρωτηρίου που άφησε πίσω του θαμμένο και διατηρημένο σχεδόν ακέραιο, τον μοναδικό και με παγκόσμιο αρχαιολογικό ενδιαφέρον, προϊστορικό οικισμό του Ακρωτηρίου με τις υπέροχες τοιχογραφίες και ευρήματα που εντυπωσιάζουν με την αισθητική και την τεχνική τους. Ακολούθως, ύστερα απο αιώνες ερήμωσης οι έποικοι  του βασιλιά Θήρα μεγαλούργησαν στο νησί, όπως και οι κάτοικοι της βυζαντινής περιόδου που στόλισαν την Σαντορίνη με τους εκπληκτικής ομορφιάς ναούς της Επισκοπής και της Αγίας Ειρήνης. Ενώ η περίοδος της Φραγκοκρατίας, άφησε πίσω της πανέμορφα κάστρα και Γουλάδες να δεσπόζουν στις κορφές των λόφων. Η εποχή της τουρκοκρατίας και της απελευθέρωσης βρήκε τους Θηραίους να διασχίζουν με τα καράβια τους την Μεσόγειο, μεταφέροντας τα πολύτιμα και ξακουστά προϊόντα τους. Το εξαιρετικής ποιότητας κρασί Βισάντο και τα μοναδικά προϊόντα που μόνο η Θηραϊκή γη μπορεί και παράγει, το τοματάκι και την φάβα. Την εποχή αυτή, των ταξιδιών και της ευμάρειας, η Σαντορίνη απέκτησε τα επιβλητικά καπετανόσπιτα στην Καλντέρα των Φηρών και της Οίας που σε συνδυασμό με τον οικολογικό παραδοσιακό τρόπο, με χώμα και περσελάνα (άσπα) που έχτιζαν τα υπόσκαφα σπίτια τους οι Θηραίοι, δημιούργησαν τις αντιθέσεις που σήμερα θαυμάζουμε ως τοπική αρχιτεκτονική.
Κάθε πολιτισμός που πέρασε απο την Σαντορίνη στο διάβα των αιώνων, άφησε πίσω του τα δικά του σημάδια, τα δικά του μνημεία, αυτά που σήμερα ελκύουν και εμπνέουν τους επισκέπτες και δημιουργούν σε κάθε κάτοικο αυτού του τόπου αισθήματα περηφάνιας και ευθύνης για την διατήρηση και ανάδειξη αυτής της μοναδικής πολιτιστικής κληρονομιάς.


Αρχαία Θήρα - Προϊστορικός Οικισμός Ακρωτηρίου  
Στο Μέσα Βουνό ,ανάμεσα στο Kαμάρι και την Περίσσα, σε υψόμετρο 396 μ. βρίσκεται η Αρχαία Θήρα . Mια ολόκληρη πόλη με τη Βασιλική Στοά, το Θέατρο, το Γυμνάσιο, το Iερό των Aιγυπτίων Θεών και πολλά άλλα ιερά και δημόσια κτήρια.. Έχει αποκαλυφθεί κυρίως η ελληνιστική και ρωμαϊκή φάση της πόλης. Την Αρχαία Θήρα και το μεγαλύτερο μέρος των νεκροταφείων της ανάσκαψαν Γερμανοί.
 
Οι πρώτες εγκαταστάσεις στο Ακρωτήρι χρονολογούνται από την Νεολιθική Εποχή από την 4η χιλιετία π.Χ. Κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού 3η χιλιετία π.Χ. υπήρχε οικισμός στο Ακρωτήρι. Κατά τη Μέση και την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (20ος-17ος αιώνας π.Χ.) ο οικισμός αυτός επεκτάθηκε και αναδείχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα αστικά κέντρα και λιμάνια του Αιγαίου. Αν και οι έρευνες στη Θήρα άρχισαν με μεγάλη καθυστέρηση, το ευτύχημα είναι ότι η επιλογή της περιοχής που έγιναν οι ανασκαφές από τον Σπύρο Μαρινάτο ήταν η σωστή. Μετά το θάνατο του Μαρινάτου το 1974 η ανασκαφή συνεχίζεται υπό την διεύθυνση του καθηγητή Χρίστου Ντούμα. Mε τη βοήθεια της αρχαιολογικής σκαπάνης αποκαλύφθηκαν τα ηφαιστειακά υλικά που κάλυπταν και προστάτευαν την προϊστορική πόλη για 3.500 χρόνια.
 
Σήμερα, η προϊστορική πολιτεία προβάλλει ζωντανή με τους δρόμους, τις πλατείες και τα κτίριά της που βρίσκονται διατηρημένα και συντηρημένα σε πολύ καλή κατάσταση, με τον προϊστορικό οικισμό του Ακρωτηρίου να αποτελεί έναν απο τους σημαντικότερους στον κόσμο. Ο Έφορος Αρχαιοτήτων Κρήτης, Σπυρίδων Μαρινάτος δημοσίευσε το 1939 τη θεωρία του με την οποία απέδιδε την παρακμή του Μινωικού πολιτισμού στην έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης. Στις ανασκαφές που είχε κάνει κοντά στην Κνωσό είχε βρει μικρή ποσότητα θηραϊκής κισήρεως μέσα σε ερείπια, τη δημιουργία των οποίων είχε αποδώσει σε παλιρροϊκά κύματα.
 Το 1967 ο Μαρινάτος, από τη θέση του Γενικού Επιθεωρητού Αρχαιοτήτων της Ελλάδος άρχισε έρευνες στο Ακρωτήρι, στο νότιο άκρο του νησιού, εξαγοράζοντας και απαλλοτριώνοντας μεγάλες εκτάσεις. Oι ανασκαφές στο Ακρωτήρι, απο τον Σπυρίδωνα Μαρινάτο, αποκάλυψαν έναν οικισμό 200 περίπου στρεμμάτων και 30.000 κατοίκων, με άριστη πολεοδομική οργάνωση, πλακόστρωτους δρόμους, περίτεχνα διώροφα και τριώροφα σπίτια με πλούσια επίπλωση και οικοσκευή, δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης, λουτρά, νεκροταφείο, λιμάνι, αίθουσες εργαστηρίων, κατοικίες των αρχόντων της πόλης κλπ, που μαρτυρούν τη μεγάλη ανάπτυξη του οικισμού.
Τα διάφορα προϊόντα που βρέθηκαν μέσα στα κτίρια δείχνουν πόσο ευρύ ήταν το πλέγμα των εξωτερικών σχέσεων του Ακρωτηρίου. Διατηρούσε στενές σχέσεις με τη Μινωική Κρήτη αλλά βρισκόταν σε επικοινωνία και με την Ηπειρωτική Ελλάδα, τη Δωδεκάνησο, την Κύπρο, τη Συρία και την Αίγυπτο. Πολλά απο τα σπίτια ήταν στολισμένα με εκπληκτικές νωπογραφίες (τοιχογραφίες) Μινωικής τεχνοτροπίας. Η έλλειψη κοσμημάτων και λοιπών τιμαλφών, όπως και η έλλειψη σκελετών, φανερώνει οτι οι κάτοικοι εγκατέλειψαν τη πόλη τους ειδοποιημένοι για την επικείμενη ηφαιστειακή έκρηξη, ενώ ο οικισμός που καταπλακώθηκε απο τόνους ηφαιστειακών χωμάτων διασώθηκε ακέραιος σχεδόν και μοιάζει σαν να μην τον άγγιξε καθόλου ο χρόνος. Τα ηφαιστειακά υλικά που κάλυψαν την πόλη και ολόκληρο το νησί προστάτευσαν ως σήμερα τα κτίρια και το περιεχόμενό τους, όπως έγινε και στην Πομπηία. Στα σημαντικότερα μνημεία και αρχιτεκτονικά σύνολα περιλαμβάνονται ένα μεγάλο, διώροφο κτίριο με 14 δωμάτια σε κάθε όροφο, με πολλά από τα δωμάτια να συνδέονται μεταξύ τους με πολύθυρα και είναι τοιχογραφημένα. Σε ένα από αυτά υπάρχει "δεξαμενή καθαρμών", χώρος που θεωρείται ιερός. Οι πιο ενδιαφέρουσες από τις τοιχογραφίες είναι εκείνες των «Κροκοσυλλεκτριών» και του «Βωμού». Η πρώτη απεικονίζει τρεις γυναίκες σε αγρό με ανθισμένους κρόκους και ένα βωμό, ενώ η δεύτερη γυναίκες που μαζεύουν κρόκους και τους προσφέρουν σε καθιστή θεότητα πλαισιωμένη από πίθηκο και γρύπα. Οι αρχιτεκτονικές ιδιορρυθμίες του κτιρίου και τα θέματα των τοιχογραφιών οδηγούν στο συμπέρασμα ότι εκεί τελούνταν κάποιες τελετές. Στο Β΄τμήμα, βρίσκονται δύο ξεχωριστά κτίρια κολλημένα το ένα στο άλλο. Από τον όροφο του δυτικού κτηρίου προήλθαν οι τοιχογραφίες των «Αντιλοπών» και των «Πυγμάχων». Από το ανατολικό κτίριο η τοιχογραφία των «Πιθήκων», μία σύνθεση με πιθήκους να σκαρφαλώνουν σε βράχους στις όχθες ενός ποταμού. Η Δυτική οικία είναι ένα σχετικά μικρό αλλά καλά οργανωμένο κτίριο. Στο ισόγειο υπάρχουν αποθήκες τροφίμων, εργαστηριακοί χώροι, μαγειρείο και εγκατάσταση μυλωνά. Ο πρώτος όροφος έχει ένα ευρύχωρο δωμάτιο, όπου ήταν εγκατεστημένοι αργαλειοί, μία αποθήκη σκευών και τροφίμων, ένα αποχωρητήριο, και δύο συνεχόμενους τοιχογραφημένους χώρους. Από αυτούς, ο ένας διακοσμείται με τις δύο τοιχογραφίες των «Ψαράδων» την τοιχογραφία της «Ιέρειας» και τη διάσημη μικρογραφική ζωφόρο του «Στόλου» που περιτρέχει τους τέσσερις τοίχους του. Η ζωφόρος απεικονίζει ένα στόλο που επισκέπτεται παράλιες πόλεις, η τελευταία από τις οποίες ταυτίζεται με το ίδιο το Ακρωτήρι. Ο άλλος χώρος διακοσμείται με τις οκτώ τοιχογραφίες των «Θαλαμίσκων Πλοίων». Πρόκειται για μία λεπτομέρεια της μικρογραφικής ζωφόρου που επαναλαμβάνεται οκτώ φορές με μικρές παραλλαγές στους τοίχους του. Ένα δωμάτιο του ανατολικού κτηρίου βρέθηκε διακοσμημένο με την τοιχογραφία της «Άνοιξης». Εδώ ο ζωγράφος απέδωσε με ιδιαίτερη ευαισθησία ένα βραχώδες τοπίο με ανθισμένους ερυθρούς κρίνους ανάμεσα στους οποίους πετούν χελιδόνια. Στο ίδιο κτίριο βρέθηκαν πρόσφατα πινακίδες της Γραμμικής Α γραφής. Όλα τα κτίρια έδωσαν σπουδαία κινητά ευρήματα, όπως άφθονη κεραμική και πολύτιμα λίθινα και μεταλλικά αντικείμενα. Στο κτίριο αυτό βρέθηκε η τοιχογραφία των «Γυναικών» και των «Παπύρων» στην οποία οφείλει και το όνομά του. Πρόκειται για ένα μεγάλο διώροφο οικοδόμημα, το πιο ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό στοιχείο του οποίου είναι ο φωταγωγός στο κέντρο του. Η Ξεστή 4, είναι ένα μεγαλόπρεπο τριώροφο οικοδόμημα, το μεγαλύτερο που ανασκάφηκε ως τώρα. Όλες του οι όψεις είναι επενδυμένες με λαξευτούς ορθογώνιους όγκους τόφου. Τα θραύσματα των τοιχογραφιών που ήλθαν στο φως ως σήμερα ανήκουν σε μία σύνθεση που στόλιζε το κλιμακοστάσιο της εισόδου και απεικονίζουν πομπή δωροφόρων ανδρών σε φυσικό μέγεθος να ανεβαίνουν σε βαθμίδες κλίμακας. Πρόκειται πιθανότατα για δημόσιο κτίριο, όπως αποδεικνύουν το ασυνήθιστα μεγάλο του μέγεθος, η εντυπωσιακή εξωτερική του εμφάνιση και ο τοιχογραφικός του διάκοσμος.


πηγές: 
Τα ιστορικά στοιχεία σχετικά με τον Αρχαιολογικό χώρο του Ακρωτηρίου και της Αρχαίας Θήρας βασίζονται σε δημοσιευμένα κείμενα του καθηγητή αρχαιολογίας και διευθυντή του αρχαιολογικού χώρου του Ακρωτηρίου κ. Χρίστου Ντούμα.
Τα ιστορικά στοιχεία σχετικά με την ηφαιστειακή δραστηριότητα έχουν παρθεί απο το βιβλίο "Γαλάζια Ηφαίστεια" που έχει εκδώσει ο Δήμος Σαντορίνης με την συνεργασία του καθηγητή Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Γιώργου Βουγιουκαλάκη.